παραθετικά
θετικός problematic
συγκριτικός more problematic
υπερθετικός most problematic

  Επίθετο

επεξεργασία

problematic (en)

  • προβληματικός
    ⮡  The business went from problematic to profitable.
    Η επιχείρηση από προβληματική έγινε κερδοφόρα.