εύθετος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εύθετος < αρχαία ελληνική εὔθετος < εὖ + τίθημι
ΕπίθετοΕπεξεργασία
εύθετος, -η, -ο
- καλά / σωστά τοποθετημένος
- (μεταφορικά) (για χρόνο) κατάλληλος
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- (λόγιο) εν ευθέτω χρόνω: την κατάλληλη στιγμή, όταν πρέπει
Επεξεργασία
- αδιευθέτητος
- διευθέτηση
- διευθετημένος
- εύθετα (ευθέτως)
- ευθετώ
- → δείτε τη λέξη θέτω