Δείτε επίσης: ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εν ευθέτω χρόνω < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ (δοτική ενικού του εὔθετος χρόνος) → δείτε τις λέξεις εν, εύθετος και χρόνος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση επεξεργασία

εν ευθέτω χρόνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία