ευθετώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαευθετώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευθετώ | ευθετούσα | θα ευθετώ | να ευθετώ | ευθετώντας | |
β' ενικ. | ευθετείς | ευθετούσες | θα ευθετείς | να ευθετείς | (ευθέτει) | |
γ' ενικ. | ευθετεί | ευθετούσε | θα ευθετεί | να ευθετεί | ||
α' πληθ. | ευθετούμε | ευθετούσαμε | θα ευθετούμε | να ευθετούμε | ||
β' πληθ. | ευθετείτε | ευθετούσατε | θα ευθετείτε | να ευθετείτε | ευθετείτε | |
γ' πληθ. | ευθετούν(ε) | ευθετούσαν(ε) | θα ευθετούν(ε) | να ευθετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ευθέτησα | θα ευθετήσω | να ευθετήσω | ευθετήσει | ||
β' ενικ. | ευθέτησες | θα ευθετήσεις | να ευθετήσεις | ευθέτησε | ||
γ' ενικ. | ευθέτησε | θα ευθετήσει | να ευθετήσει | |||
α' πληθ. | ευθετήσαμε | θα ευθετήσουμε | να ευθετήσουμε | |||
β' πληθ. | ευθετήσατε | θα ευθετήσετε | να ευθετήσετε | ευθετήστε | ||
γ' πληθ. | ευθέτησαν ευθετήσαν(ε) |
θα ευθετήσουν(ε) | να ευθετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ευθετήσει | είχα ευθετήσει | θα έχω ευθετήσει | να έχω ευθετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ευθετήσει | είχες ευθετήσει | θα έχεις ευθετήσει | να έχεις ευθετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ευθετήσει | είχε ευθετήσει | θα έχει ευθετήσει | να έχει ευθετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ευθετήσει | είχαμε ευθετήσει | θα έχουμε ευθετήσει | να έχουμε ευθετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ευθετήσει | είχατε ευθετήσει | θα έχετε ευθετήσει | να έχετε ευθετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ευθετήσει | είχαν ευθετήσει | θα έχουν ευθετήσει | να έχουν ευθετήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευθετώ
|