Ετυμολογία

επεξεργασία
ευθετώ < αρχαία ελληνική εὐθετέω / εὐθετῶ < εὔθετος < εὖ + τίθημι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ef.θeˈto/

ευθετώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία