σπονδυλωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπονδυλωτός (μαρτυρείται από το 1873)[1] < σπόνδυλ(ος) + -ωτός, (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vertébré)[2]
Επίθετο
επεξεργασίασπονδυλωτός, -ή, -ό
- (ανατομία) που αποτελείται από σπονδύλους
- (μεταφορικά) (για θεατρικό, κινηματογραφικό κτλ. έργο) που απαρτίζεται από αυτοτελή μέρη με εσωτερική συνοχή και συνάφεια
- (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) → δείτε το λήμμα σπονδυλωτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σπόνδυλος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 920, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ σπονδυλωτός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- σπονδυλωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σπονδυλωτός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)