Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκολιά < επίθετο σκολιός

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σκολιά

  1. ουδέτερο του σκολιός, το σκολιόν στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού
  2. θηλυκό του σκολιός, η σκολιά στην ονομαστική και κλητική ενικού, καθώς και στον δυϊκό αριθμός

→ δείτε τη λέξη σκολιός