σκολιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκολιώ < ελληνιστική κοινή σκολιόω[1] / σκολιῶ < αρχαία ελληνική σκολιός
Ρήμα
επεξεργασίασκολιώ
- (αρχαιοπρεπές) κάνω κάτι σκολιό, στραβώνω
- (αρχαιοπρεπές, μεταφορικά) οδηγώ κάποιον σε (ηθική) διαστροφή
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκολιώ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σκολιόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία- σκολιώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)