οὐλόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
*οὐλοθρῐχ- οὐλοτρῐχ- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | οὐλόθριξ | οἱ/αἱ | οὐλότριχες | |
γενική | τοῦ/τῆς | οὐλότριχος | τῶν | οὐλοτρίχων | |
δοτική | τῷ/τῇ | οὐλότριχῐ | τοῖς/ταῖς | οὐλότριξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | οὐλότριχᾰ | τοὺς/τὰς | οὐλότριχᾰς | |
κλητική ὦ! | οὐλόθριξ | οὐλότριχες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | οὐλότριχε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | οὐλοτρίχοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοὐλόθριξ, -τριχος αρσενικό ή θηλυκό και σε επιθετική λειτουργία
- κατσαρομάλλης, σγουρομάλλης
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 104
- 104.1 φαίνονται μὲν γὰρ ἐόντες οἱ Κόλχοι Αἰγύπτιοι, νοήσας δὲ πρότερον αὐτὸς ἢ ἀκούσας ἄλλων λέγω. […] 104.04 αὐτὸς δὲ εἴκασα τῇδε, καὶ ὅτι μελάγχροες εἰσὶ καὶ οὐλότριχες.
- άλλες μορφές: οὐλότριχος
- ≠ αντώνυμα: εὐθύθριξ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 104
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- οὐλόθριξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οὐλόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.