↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
*οὐλοθρῐχ- οὐλοτρῐχ-
ονομαστική / οὐλόθριξ οἱ/αἱ οὐλότριχες
      γενική τοῦ/τῆς οὐλότριχος τῶν οὐλοτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ οὐλότριχ τοῖς/ταῖς οὐλότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν οὐλότριχ τοὺς/τὰς οὐλότριχᾰς
     κλητική ! οὐλόθριξ οὐλότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οὐλότριχε
γεν-δοτ τοῖν  οὐλοτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οὐλόθριξ < οὖλ(ος) (στη σημασία: μαλλιαρός, μάλλινος) + -ό- + -θριξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οὐλόθριξ, -τριχος αρσενικό ή θηλυκό και σε επιθετική λειτουργία

Συγγενικά

επεξεργασία