↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
*εὐθυθρῐχ- εὐθυτρῐχ-
ονομαστική / εὐθύθριξ οἱ/αἱ εὐθύτριχες
      γενική τοῦ/τῆς εὐθύτριχος τῶν εὐθυτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ εὐθύτριχ τοῖς/ταῖς εὐθύτριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν εὐθύτριχ τοὺς/τὰς εὐθύτριχᾰς
     κλητική ! εὐθύθριξ εὐθύτριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐθύτριχε
γεν-δοτ τοῖν  εὐθυτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐθύθριξ < εὐθύ- + -θριξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εὐθύθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία