εὐθύθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
*εὐθυθρῐχ- εὐθυτρῐχ- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | εὐθύθριξ | οἱ/αἱ | εὐθύτριχες | |
γενική | τοῦ/τῆς | εὐθύτριχος | τῶν | εὐθυτρίχων | |
δοτική | τῷ/τῇ | εὐθύτριχῐ | τοῖς/ταῖς | εὐθύτριξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | εὐθύτριχᾰ | τοὺς/τὰς | εὐθύτριχᾰς | |
κλητική ὦ! | εὐθύθριξ | εὐθύτριχες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐθύτριχε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐθυτρίχοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεὐθύθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- που έχει ίσιο τρίχωμα / ίσια μαλλιά
- ※ τὸ πρόσωπον ῥυτιδῶδες ἄσαρκον. εὐθύθριξ καὶ μελάνθριξ. ( ⌘ Αριστοτέλης, Φυσιογνωμονικά, 5, 3, 13)
- Το πρόσωπο με ρυτίδες, άσαρκο. Με ίσια και μαύρα μαλλιά
- ※ τὸ πρόσωπον ῥυτιδῶδες ἄσαρκον. εὐθύθριξ καὶ μελάνθριξ. ( ⌘ Αριστοτέλης, Φυσιογνωμονικά, 5, 3, 13)
Πηγές
επεξεργασία- εὐθύθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.