ὀλιγόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ὀλιγοθρῐχ- ὀλιγoτρῐχ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὀλιγόθριξ | οἱ/αἱ | ὀλιγότριχες | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | ὀλιγότριχος | τῶν | ὀλιγοτρίχων | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | ὀλιγότριχῐ | τοῖς/ταῖς | ὀλιγότριξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὀλιγότριχᾰ | τοὺς/τὰς | ὀλιγότριχᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ὀλιγόθριξ | ὀλιγότριχες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀλιγότριχε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀλιγοτρίχοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀλιγόθριξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὀλιγό- + -θριξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀλιγόθριξ, -τριχος αρσενικό ή θηλυκό (σε επιθετική λειτουργία)
- (ελληνιστική κοινή) που έχει λίγα μαλλιά
Πηγές
επεξεργασία- ὀλιγόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.