↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ποικῐλοθρῐχ- ποικῐλοτρῐχ-
ονομαστική / ποικιλόθριξ οἱ/αἱ ποικιλότριχες
      γενική τοῦ/τῆς ποικιλότριχος τῶν ποικιλοτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ ποικιλότριχ τοῖς/ταῖς ποικιλότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ποικιλότριχ τοὺς/τὰς ποικιλότριχᾰς
     κλητική ! ποικιλόθριξ ποικιλότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποικιλότριχε
γεν-δοτ τοῖν  ποικιλοτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποικιλόθριξ < ποικιλό- + -θριξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποικιλόθριξ, -τριχος αρσενικό ή θηλυκό (σε επιθετική λειτουργία)

  1. που έχει κηλιδωτό / πιτσιλωτό τρίχωμα
  2. ανακατεμένα μαλλιά σα να τα έχει πάρει ο αέρας
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 584 (584-587)
    Φοῖβε, ποικιλόθριξ | νεβρὸς ὑψικόμων πέραν | βαίνουσ᾽ ἐλατᾶν σφυρῷ κούφῳ, | χαίρουσ᾽ εὔφρονι μολπᾷ.
    και πιο πέρ᾽ απ᾽ τα ψηλά, τα φουντωμένα | έλατα, ένα γοργοκίνητο, ελαφρό | ελαφάκι παρδαλό | βγήκε κι έστησε χορό, | Φοίβε, Φοίβε, στης κιθάρας σου τον ήχο.
    Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
    Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α
    <ἀελλόθριξ> ποικιλόθριξ. ἢ πυρεωροὺς καὶ συνεχεῖς ἔχουσα τὰς τρίχας. παρὰ τὴν ἄελλαν. Σοφοκλῆς Ἰνάχῳ (fr. 270)

Συγγενικά

επεξεργασία