ἀελλόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀελλοθρῐχ- ἀελλοτρῐχ- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀελλόθριξ | οἱ/αἱ | ἀελλότριχες | |
γενική | τοῦ/τῆς | ἀελλότριχος | τῶν | ἀελλοτρίχων | |
δοτική | τῷ/τῇ | ἀελλότριχῐ | τοῖς/ταῖς | ἀελλότριξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀελλότριχᾰ | τοὺς/τὰς | ἀελλότριχᾰς | |
κλητική ὦ! | ἀελλόθριξ | ἀελλότριχες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀελλότριχε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀελλοτρίχοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀελλόθριξ, -τριχος αρσενικό ή θηλυκό (σε επιθετική λειτουργία)
- (άπαξ λεγόμενον) που έχει μαλλιά που τα παίρνει / που τα φυσά ο δυνατός αέρας - η θύελλα
- ※ <ἀελλόθριξ> ποικιλόθριξ. ἢ πυρεωροὺς καὶ συνεχεῖς ἔχουσα τὰς τρίχας. παρὰ τὴν ἄελλαν. Σοφοκλῆς Ἰνάχῳ (fr. 270), ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α
- Σημείωση: Ο Ησύχιος αναφέρει ότι η λέξη αυτή βρίσκεται στο έργο Ίναχος του Σοφοκλή (5ος αιώνας π.Χ.) το οποίο δεν σώζεται.
- ※ <ἀελλόθριξ> ποικιλόθριξ. ἢ πυρεωροὺς καὶ συνεχεῖς ἔχουσα τὰς τρίχας. παρὰ τὴν ἄελλαν. Σοφοκλῆς Ἰνάχῳ (fr. 270), ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α
Άλλες μορφές
επεξεργασία- σύμφωνα με τον Toupius (Jonathan Toup / αναφερόμενο και Joannes Toupius): αἰολόθριξ
Πηγές
επεξεργασία- ἀελλόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Wilhelm Dindorf, Lexicon Sophocleum, εκδ. Teubner, Lipsiae, 1870, σελ. 8 [1]