πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ὀρθοθρῐχ- ὀρθοτρῐχ-
ονομαστική / ὀρθόθριξ οἱ/αἱ ὀρθότριχες
      γενική τοῦ/τῆς ὀρθότριχος τῶν ὀρθοτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ ὀρθότριχ τοῖς/ταῖς ὀρθότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀρθότριχ τοὺς/τὰς ὀρθότριχᾰς
     κλητική ! ὀρθόθριξ ὀρθότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀρθότριχε
γεν-δοτ τοῖν  ὀρθοτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀρθόθριξ < ὀρθό- + -θριξ

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀρθόθριξ, -τριχος αρσενικό ή θηλυκό (σε επιθετική λειτουργία)