Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
*φοινικόθρῐχ- φοινικότρῐχ-
ονομαστική / φοινικόθριξ οἱ/αἱ φοινικότριχες
      γενική τοῦ/τῆς φοινικότριχος τῶν φοινικοτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ φοινικότριχ τοῖς/ταῖς φοινικότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν φοινικότριχ τοὺς/τὰς φοινικότριχᾰς
     κλητική ! φοινικόθριξ φοινικότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φοινικότριχε
γεν-δοτ τοῖν  φοινικοτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φοινικόθριξ < φοίνικ(ος) + -ό- + -θριξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φοινικόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία

  • που έχει πυροκόκκινο τρίχωμα (βρέθηκε σε έργο του Βακχυλίδη, αναφερόμενο σε αγελάδες)[1]
    ※  βόες φοινικότριχες (Bacchylides Lyricus [B.] v B.C. Ed. Sir R. C. Jebb, Cambridge 1905. Scolia, in POxy. 1361, 10.105 ή 11.105)

  Πηγές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Βακχυλίδης 10.105 σύμφωνα με LSJ ή 11.105 σύμφωνα με το Staffan Fogelmark, Studies in Pindar with Particular Reference to Paean VI and Nemean VII, 1972. Το κείμενο στο Bacchylides Lyricus [B.] v B.C. Ed. Sir R. C. Jebb, Cambridge 1905. Scolia, in POxy. 1361