λιπόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
*λιποθρῐχ- λιποτρῐχ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | λιπόθριξ | οἱ/αἱ | λιπότριχες | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | λιπότριχος | τῶν | λιποτρίχων | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | λιπότριχῐ | τοῖς/ταῖς | λιπότριξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | λιπότριχᾰ | τοὺς/τὰς | λιπότριχᾰς | ||||
κλητική ὦ! | λιπόθριξ | λιπότριχες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λιπότριχε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | λιποτρίχοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλιπόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- (ελληνιστική κοινή) φαλακρός, άτριχος
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 19.204, @scaife.perseus
- εἰ μὴ γυμνὰ μέτωπα λιπότριχος εἶχε καρήνου.
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 26.159, @scaife.perseus
- λωβητὴν ἐκάλυπτε λιπότριχον ἄντυγα κόρσης,
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 19.204, @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λιπόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.