ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ὁμοιοθρῐχ- ὁμοιοτρῐχ-
ονομαστική / ὁμοιόθριξ οἱ/αἱ ὁμοιότριχες
      γενική τοῦ/τῆς ὁμοιότριχος τῶν ὁμοιοτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ ὁμοιότριχ τοῖς/ταῖς ὁμοιότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ὁμοιότριχ τοὺς/τὰς ὁμοιότριχᾰς
     κλητική ! ὁμοιόθριξ ὁμοιότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὁμοιότριχε
γεν-δοτ τοῖν  ὁμοιοτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὁμοιόθριξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὁμοιό- (ὅμοιος) + -θριξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὁμοιόθριξ, -τριχος αρσενικό ή θηλυκό (σε επιθετική λειτουργία)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία