ὁμοιόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
*ὁμοιόθρῐχ- ὁμοιότρῐχ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὁμοιόθριξ | οἱ/αἱ | ὁμοιότριχες | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | ὁμοιότριχος | τῶν | ὁμοιοτρίχων | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | ὁμοιότριχῐ | τοῖς/ταῖς | ὁμοιότριξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὁμοιότριχᾰ | τοὺς/τὰς | ὁμοιότριχᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ὁμοιόθριξ | ὁμοιότριχες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὁμοιότριχε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὁμοιοτρίχοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὁμοιόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- που έχει ίδια μαλλιά [1]
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ὁμοιόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Etymologicum Magnum, Ed. T. Gaisford, Oxford 1848, 637.22