Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρίχας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρίχας αρσενικό

  1. (μειωτικό) χαρακτηρισμός ατόμου που δεν θεωρούμε αξιόλογο
  2. ο ψείρας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

τρίχας