φυκόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
*φυκοθρῐχ- φυκoτρῐχ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | φυκόθριξ | οἱ/αἱ | φυκότριχες | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | φυκότριχος | τῶν | φυκοτρίχων | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | φυκότριχῐ | τοῖς/ταῖς | φυκότριξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | φυκότριχᾰ | τοὺς/τὰς | φυκότριχᾰς | ||||
κλητική ὦ! | φυκόθριξ | φυκότριχες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φυκότριχε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | φυκοτρίχοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φυκόθριξ (ελληνιστική κοινή) < φῦκ(ος) + -ό- + -θριξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυκόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- (ελληνιστική κοινή) που είναι στεφανωμένος με φύκη
- ※ οὺς δ᾽ ὁ Κύκλωψ ἐφίλει καὶ ἐν οὔρεσιν ἐξεπεφύκει ... πίνας ἦλθε φέρων κατὰ τρύβλια ἠχήεντα, ἃς κατὰ φυκότριχος πέτρης λευκὸν τρέφει ὕδωρ (Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί Δ΄, σελ. 118-120
Πηγές
επεξεργασία- φυκόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.