ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φῡκοθρῐχ- φῡκoτρῐχ-
ονομαστική / φυκόθριξ οἱ/αἱ φυκότριχες
      γενική τοῦ/τῆς φυκότριχος τῶν φυκοτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ φυκότριχ τοῖς/ταῖς φυκότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν φυκότριχ τοὺς/τὰς φυκότριχᾰς
     κλητική ! φυκόθριξ φυκότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυκότριχε
γεν-δοτ τοῖν  φυκοτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φυκόθριξ, -τριχος αρσενικό ή θηλυκό (σε επιθετική λειτουργία)