νεόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
νεοθρῐχ- νεοτρῐχ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | νεόθριξ | οἱ/αἱ | νεότριχες | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | νεότριχος | τῶν | νεοτρίχων | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | νεότριχῐ | τοῖς/ταῖς | νεότριξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | νεότριχᾰ | τοὺς/τὰς | νεότριχᾰς | ||||
κλητική ὦ! | νεόθριξ | νεότριχες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νεότριχε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | νεοτρίχοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νεόθριξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική νεό- + -θριξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίανεόθριξ, -τριχος αρσενικό ή θηλυκό (σε επιθετική λειτουργία)
- (ελληνιστική κοινή) που έχει νέες τρίχες (αναφερόμενο σε γενειάδα)
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 3, 414 @scaife.perseus
- στέψας δὲ νεότριχος ἄκρα παρειῆς
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 3, 414 @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- νεόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.