νεόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
*νεόθρῐχ- νεότρῐχ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | νεόθριξ | οἱ/αἱ | νεότριχες | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | νεότριχος | τῶν | νεοτρίχων | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | νεότριχῐ | τοῖς/ταῖς | νεότριξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | νεότριχᾰ | τοὺς/τὰς | νεότριχᾰς | ||||
κλητική ὦ! | νεόθριξ | νεότριχες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νεότριχε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | νεοτρίχοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεόθριξ (ελληνιστική κοινή) < νέ(ος) + -ό- + -θριξ
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- (ελληνιστική κοινή) που έχει νέες τρίχες (αναφερόμενο σε γενειάδα)
- ※ στέψας δὲ νεότριχος ἄκρα παρειῆς (Νόννος ο Πανοπολίτης,
- Διονυσιακά, 3 στη Βικιπαίδεια )
Πηγές επεξεργασία
- νεόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.