↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομοιωματικός η ομοιωματική το ομοιωματικό
      γενική του ομοιωματικού της ομοιωματικής του ομοιωματικού
    αιτιατική τον ομοιωματικό την ομοιωματική το ομοιωματικό
     κλητική ομοιωματικέ ομοιωματική ομοιωματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομοιωματικοί οι ομοιωματικές τα ομοιωματικά
      γενική των ομοιωματικών των ομοιωματικών των ομοιωματικών
    αιτιατική τους ομοιωματικούς τις ομοιωματικές τα ομοιωματικά
     κλητική ομοιωματικοί ομοιωματικές ομοιωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομοιωματικός < ελληνιστική κοινή ὁμοιωματικός < αρχαία ελληνική ὁμοίωμα < ὁμοιόω < ὁμοῖος / ὅμοιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.mi.o.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μοι‐ω‐μα‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

ομοιωματικός, -ή, -ό

  1. (γραμματική) που εκφράζει ομοιότητα
    → δείτε τις λέξεις όπως, σαν και ως
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ομοιωματικά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία