Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξομοιωμένος η εξομοιωμένη το εξομοιωμένο
      γενική του εξομοιωμένου της εξομοιωμένης του εξομοιωμένου
    αιτιατική τον εξομοιωμένο την εξομοιωμένη το εξομοιωμένο
     κλητική εξομοιωμένε εξομοιωμένη εξομοιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξομοιωμένοι οι εξομοιωμένες τα εξομοιωμένα
      γενική των εξομοιωμένων των εξομοιωμένων των εξομοιωμένων
    αιτιατική τους εξομοιωμένους τις εξομοιωμένες τα εξομοιωμένα
     κλητική εξομοιωμένοι εξομοιωμένες εξομοιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξομοιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξομοιώνω

  Μετοχή επεξεργασία

εξομοιωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία