εξομοιωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξομοιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξομοιώνω
Μετοχή επεξεργασία
εξομοιωμένος, -η, -ο
- που έχει εξομοιωθεί με κάποιον ή κάτι
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξομοιωμένος
|
εξομοιωμένος, -η, -ο
|