Ετυμολογία

επεξεργασία
assimilable < assimiler

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
assimilable assimilables

assimilable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία