assimilable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- assimilable < assimiler
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
assimilable | assimilables |
assimilable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
assimilable | assimilables |
assimilable (fr) αρσενικό ή θηλυκό