εξομοιώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεξομοιώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξομοιώνω
- θα εξομοιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξομοιώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεξομοιώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξομοίωση