Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εξομοιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξομοιώνω
  2. θα εξομοιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξομοιώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εξομοιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξομοίωση