προσομοίωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσομοίωμα < προσομοιώ(νω) + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσομοίωμα ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσομοίωμα
|
Δείτε επίσης : προσομοίωση, προσομοιωτής |
προσομοίωμα ουδέτερο
|