Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τρελάδικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τρελάδικ
ο
τα
τρελάδικ
α
γενική
του
τρελάδικ
ου
των
τρελάδικ
ων
αιτιατική
το
τρελάδικ
ο
τα
τρελάδικ
α
κλητική
τρελάδικ
ο
τρελάδικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τρελάδικο
<
τρελ(ός)
+
-άδικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τρελάδικο
ουδέτερο
(
λαϊκότροπο
)
τρελοκομείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρελάδικο
→
δείτε
τη λέξη
τρελοκομείο