φρενοκομείο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φρενοκομείο < φρήν ή φρένες και κομέω (φροντίζω) < κάμνω) < πλάστηκε πάντως κατά τη βυζαντινή λέξη νοσοκομεῖον (νόσος + κομέω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φρενοκομείο ουδέτερο
- λέξη που καθιερώθηκε τον περασμένο αιώνα ως ευγενέστερη του τρελοκομείου και που μετά το 1960-1970 εξέλιπε κι αυτή με τη σειρά της σταδιακά για να αντικατασταθεί με συνώνυμές της ακόμα πιο διακριτικές, όπως αρχικά το ψυχιατρείο και μετά το νοσοκομείο ψυχικών νοσημάτων
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- τρόφιμος φρενοκομείου : ο ψυχικά ασθενής που νοσηλευόταν σε ψυχιατρική κλινική
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φρενοκομείο