• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

λωλός

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Παράγωγες λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική λωλός λωλή λωλό
γενική λωλού λωλής λωλού
αιτιατική λωλό λωλή λωλό
κλητική λωλέ λωλή λωλό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική λωλοί λωλές λωλά
γενική λωλών λωλών λωλών
αιτιατική λωλούς λωλές λωλά
κλητική λωλοί λωλές λωλά


  Ετυμολογία Επεξεργασία

λωλός < αρχαία ελληνική ὀλωλώς, μετοχή μέσου παρακειμένου του ὄλλυμι

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

λωλός, -ή, -ό

  • τρελός, ανεύθυνος, απερίσκεπτος

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

  • λωλάδα
  • λωλαμάρα
  • λωλαίνω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    λωλός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λωλός&oldid=4854872"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Σεπτεμβρίου 2020, στις 21:30

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Σεπτεμβρίου 2020, στις 21:30.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie