λωλά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λωλά < μεσαιωνική ελληνική λωλά < λωλός < αρχαία ελληνική ὀλωλώς, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ὄλλυμι
Επίρρημα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
λωλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λωλός