Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λωλαίνω < λωλός + -αίνω

  Ρήμα επεξεργασία

λωλαίνω, πρτ.: λώλαινα, στ.μέλλ.: θα λωλάνω, αόρ.: λώλανα, παθ.φωνή: λωλαίνομαι, μτχ.π.π.: λωλαμένος


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία