Ετυμολογία

επεξεργασία
λωλαίνω < λωλός + -αίνω

λωλαίνω, πρτ.: λώλαινα, στ.μέλλ.: θα λωλάνω, αόρ.: λώλανα, παθ.φωνή: λωλαίνομαι, μτχ.π.π.: λωλαμένος


  Μεταφράσεις

επεξεργασία