Επίθετο

επεξεργασία

loco (es)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
loco < locus

loco

  1. βάζω, τοποθετώ
  2. διευθετώ, τακτοποιώ
  3. δανείζω, νοικιάζω