τρελέγκω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρελέγκω | οι | τρελέγκες |
γενική | της | τρελέγκως | των | τρελέγκων |
αιτιατική | την | τρελέγκω | τις | τρελέγκες |
κλητική | τρελέγκω | τρελέγκες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τρελέγκω < απλογράφηση του τρελαίγκω < τρελαί(νω) + -κω[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾεˈlεŋ.ɡɔ/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τρελέγκω θηλυκό
- (οικείο) γυναίκα που φέρεται έξαλλα ή ιδιόρρυθμα, τρελούτσικα
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «τρελέγκω» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.