Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανισομερής η ανισομερής το ανισομερές
      γενική του ανισομερούς* της ανισομερούς του ανισομερούς
    αιτιατική τον ανισομερή την ανισομερή το ανισομερές
     κλητική ανισομερή(ς) ανισομερής ανισομερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανισομερείς οι ανισομερείς τα ανισομερή
      γενική των ανισομερών των ανισομερών των ανισομερών
    αιτιατική τους ανισομερείς τις ανισομερείς τα ανισομερή
     κλητική ανισομερείς ανισομερείς ανισομερή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανισομερής < αν- + ισομερής

  Επίθετο επεξεργασία

ανισομερής, -ής, -ές

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία