ισομερής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ισομερής | η | ισομερής | το | ισομερές |
γενική | του | ισομερούς* | της | ισομερούς | του | ισομερούς |
αιτιατική | τον | ισομερή | την | ισομερή | το | ισομερές |
κλητική | ισομερή(ς) | ισομερής | ισομερές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ισομερείς | οι | ισομερείς | τα | ισομερή |
γενική | των | ισομερών | των | ισομερών | των | ισομερών |
αιτιατική | τους | ισομερείς | τις | ισομερείς | τα | ισομερή |
κλητική | ισομερείς | ισομερείς | ισομερή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ισομερής < (ελληνιστική κοινή) ἰσομερής < αρχαία ελληνική ἴσος + μέρος
- ισομερής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική isomère < (ελληνιστική κοινή) ἰσομερής < αρχαία ελληνική ἴσος + μέρος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.so.meˈɾis/
Επίθετο
επεξεργασίαισομερής, -ής, -ές
- που απαρτίζεται από ίσα μέρη
- (χημεία) που παρουσιάζει το χημικό φαινόμενο της ισομέρειας
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανισομέρεια
- ανισομερής
- ανισόμερος
- ανισομερώς
- ανισομερής
- ισομέρεια
- ισομερώς
- ισομερισμός
- στερεοϊσομέρεια
- → δείτε τις λέξεις ίσος και μέρος