Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισομερής η ισομερής το ισομερές
      γενική του ισομερούς* της ισομερούς του ισομερούς
    αιτιατική τον ισομερή την ισομερή το ισομερές
     κλητική ισομερή(ς) ισομερής ισομερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισομερείς οι ισομερείς τα ισομερή
      γενική των ισομερών των ισομερών των ισομερών
    αιτιατική τους ισομερείς τις ισομερείς τα ισομερή
     κλητική ισομερείς ισομερείς ισομερή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. ισομερής < (ελληνιστική κοινήἰσομερής < αρχαία ελληνική ἴσος + μέρος
  2. ισομερής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική isomère < (ελληνιστική κοινήἰσομερής < αρχαία ελληνική ἴσος + μέρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.so.meˈɾis/

  Επίθετο επεξεργασία

ισομερής, -ής, -ές

  1. που απαρτίζεται από ίσα μέρη
  2. (χημεία) που παρουσιάζει το χημικό φαινόμενο της ισομέρειας

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία