ισομέρεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισομέρεια < (ελληνιστική κοινή) ἰσομέρεια < ἰσομερής < αρχαία ελληνική ἴσος + μέρος
- ισομέρεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική isomérie < isomère < (ελληνιστική κοινή) ἰσομερής < αρχαία ελληνική ἴσος + μέρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.soˈme.ɾi.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ισομέρεια θηλυκό
- το να είναι κάποιος ισομερής, η ιδιότητα του ισομερούς
- (χημεία) το χημικό φαινόμενο στο οποίο δύο χημικές ενώσεις διαφορετικής σύστασης και ιδιοτήτων έχουν το ίδιο μοριακό βάρος και την ίδια επί τοις εκατό σύνθεση