Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερεοϊσομέρεια οι στερεοϊσομέρειες
      γενική της στερεοϊσομέρειας των στερεοϊσομερειών
    αιτιατική τη στερεοϊσομέρεια τις στερεοϊσομέρειες
     κλητική στερεοϊσομέρεια στερεοϊσομέρειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στερεοϊσομέρεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική stéréoisomérie < αρχαία ελληνική στερεός + (ελληνιστική κοινήἰσομερής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στερεοϊσομέρεια θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία