ισορροπημένα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισορροπημένα < ισορροπημένος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
ισορροπημένα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ισορροπημένα
|
Επίρρημα επεξεργασία
ισορροπημένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ισορροπημένος