ισορροπημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισορροπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ισορροπώ < αρχαία ελληνική ἰσορροπέω / ἰσορροπῶ < ἴσος + ῥέπω < (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική équilibré)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.so.ɾo.piˈme.nos/
Μετοχή
επεξεργασίαισορροπημένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που ισορροπεί, που διατηρεί την ισορροπία του
- (μεταφορικά) που διατηρεί την πνευματική ή ψυχική ισορροπία του