Ουσιαστικό

επεξεργασία

stability (en) (μη μετρήσιμο)

  • η σταθερότητα
    ⮡  The country flourished during a period of peace and stability.
    Η χώρα ευημερούσε κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ειρήνης και σταθερότητας.