ενικός         πληθυντικός  
balancier balanciers

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

balancier (fr) αρσενικό

  1. ζυγοστάτης
  2. μπαλανσιέ (ρολογιού)
  3. ράβδος ισορροπίας