Ετυμολογία

επεξεργασία
στοιχίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος στοιχίζω < στοίχος

στοιχίζομαι

  • μπαίνω μαζί με άλλους στη σειρά, σε μια γραμμή, σε μια συγκεκριμένη διάταξη στο στρατό, τη γυμναστική, την παρέλαση

συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία