στοιχίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στοιχίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος στοιχίζω < στοίχος
Ρήμα επεξεργασία
στοιχίζομαι
- μπαίνω μαζί με άλλους στη σειρά, σε μια γραμμή, σε μια συγκεκριμένη διάταξη στο στρατό, τη γυμναστική, την παρέλαση
συνώνυμα επεξεργασία
- τακτοποιούμαι σε μια γραμμή
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στοιχίζομαι
|