Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διέλευσῐς αἱ διελεύσεις
      γενική τῆς διελεύσεως τῶν διελεύσεων
      δοτική τῇ διελεύσει ταῖς διελεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διέλευσῐν τὰς διελεύσεις
     κλητική ! διέλευσῐ διελεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διελεύσει
γεν-δοτ τοῖν  διελευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διέλευσις < (δια-) δι- + ἔλευσις < διελεύσομαι, μέλλοντας του διέρχομαι
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: διέλευση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διέλευσις θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία