doorstep
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
doorstep | doorsteps |
doorstep (en)
Εκφράσεις
επεξεργασία- at death's doorstep: στο κατώφλι τού θανάτου
- doorstep delivery: παράδοση κατ 'οίκον
ενικός | πληθυντικός |
doorstep | doorsteps |
doorstep (en)