αποκάτω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποκάτω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀποκάτω < φράση ἀπό + κάτω. Δείτε και την ελληνιστική ἀποκάτω (που έρχεται από κάτω)[1]
Επίρρημα επεξεργασία
αποκάτω (τοπικό επίρρημα)
Αντώνυμα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποκάτω αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο, ουδέτερο άκλιτο
- που βρίσκεται (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) από κάτω, από το κάτω μέρος
Επίθετο επεξεργασία
αποκάτω άκλιτο
- που βρίσκεται (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) από κάτω, από το κάτω μέρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποκάτω
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αποκάτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας