Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατωτέρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατωτέρω < κάτω

  Επίρρημα επεξεργασία

κατωτέρω

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατωτέρω: συγκριτικός βαθμός του κάτω

  Επίρρημα επεξεργασία

κατωτέρω

  1. κατωτέρω, πιο κάτω
  2. χαμηλότερα
  3. κατηφορικά

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κάτω

  Πηγές επεξεργασία