Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρικλοποδιά οι τρικλοποδιές
      γενική της τρικλοποδιάς των τρικλοποδιών
    αιτιατική την τρικλοποδιά τις τρικλοποδιές
     κλητική τρικλοποδιά τρικλοποδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρικλοποδιά < *τριπλοποδιά[1] < *τριπλοπόδης[1] (είδος καλικάντζαρου) < αρχαία ελληνική τριπλόος / τριπλοῦς + πούς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρικλοποδιά θηλυκό

  1. η εσκεμμένη τοποθέτηση του ποδιού (ή άλλου μέσου: π.χ. ραβδιού) ανάμεσα από τα πόδια άλλου, προκειμένου να πέσει
  2. (μεταφορικά, οικείο) ύπουλη (και ενδεχομένως ανήθικη) ενέργεια που βλάπτει , παρεμποδίζει ή υποσκελίζει κάποιον

  Μεταφράσεις επεξεργασία