supplant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαsupplant (en)
Συνώνυμα
επεξεργασίααντικαθιστώ, παίρνω την θέση κάποιου
επεξεργασίαreplace, displace, supersede, take the place of, take over from, substitute for, undermine, override
εφαρπάζω θέση, παίρνω την θέση κάποιου
επεξεργασίαoust, usurp, overthrow, remove, topple, unseat, depose, dethrone, eject, dispel; succeed, come after, step into the shoes of; informalfill someone's boots, crowd out, defenestrate