Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /səˈplɑːnt/

supplant (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία
αντικαθιστώ, παίρνω την θέση κάποιου
επεξεργασία

replace, displace, supersede, take the place of, take over from, substitute for, undermine, override

εφαρπάζω θέση, παίρνω την θέση κάποιου
επεξεργασία

oust, usurp, overthrow, remove, topple, unseat, depose, dethrone, eject, dispel; succeed, come after, step into the shoes of; informalfill someone's boots, crowd out, defenestrate