παραγκωνίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραγκωνίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραγκωνίζω. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- (παρα-) + αγκών(ας) + -ίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾaŋ.ɡoˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐γκω‐νί‐ζω
- παλιότερος συλλαβισμός : πα‐ραγ‐κω‐νί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαπαραγκωνίζω, αόρ.: παραγκώνισα, παθ.φωνή: παραγκωνίζομαι, π.αόρ.: παραγκωνίστηκα/παραγκωνίσθηκα, μτχ.π.π.: παραγκωνισμένος
- υποσκελίζω, παραμερίζω, βάζω στο περιθώριο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη αγκώνας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραγκωνίζω | παραγκώνιζα | θα παραγκωνίζω | να παραγκωνίζω | παραγκωνίζοντας | |
β' ενικ. | παραγκωνίζεις | παραγκώνιζες | θα παραγκωνίζεις | να παραγκωνίζεις | παραγκώνιζε | |
γ' ενικ. | παραγκωνίζει | παραγκώνιζε | θα παραγκωνίζει | να παραγκωνίζει | ||
α' πληθ. | παραγκωνίζουμε | παραγκωνίζαμε | θα παραγκωνίζουμε | να παραγκωνίζουμε | ||
β' πληθ. | παραγκωνίζετε | παραγκωνίζατε | θα παραγκωνίζετε | να παραγκωνίζετε | παραγκωνίζετε | |
γ' πληθ. | παραγκωνίζουν(ε) | παραγκώνιζαν παραγκωνίζαν(ε) |
θα παραγκωνίζουν(ε) | να παραγκωνίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραγκώνισα | θα παραγκωνίσω | να παραγκωνίσω | παραγκωνίσει | ||
β' ενικ. | παραγκώνισες | θα παραγκωνίσεις | να παραγκωνίσεις | παραγκώνισε | ||
γ' ενικ. | παραγκώνισε | θα παραγκωνίσει | να παραγκωνίσει | |||
α' πληθ. | παραγκωνίσαμε | θα παραγκωνίσουμε | να παραγκωνίσουμε | |||
β' πληθ. | παραγκωνίσατε | θα παραγκωνίσετε | να παραγκωνίσετε | παραγκωνίστε | ||
γ' πληθ. | παραγκώνισαν παραγκωνίσαν(ε) |
θα παραγκωνίσουν(ε) | να παραγκωνίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραγκωνίσει | είχα παραγκωνίσει | θα έχω παραγκωνίσει | να έχω παραγκωνίσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραγκωνίσει | είχες παραγκωνίσει | θα έχεις παραγκωνίσει | να έχεις παραγκωνίσει | ||
γ' ενικ. | έχει παραγκωνίσει | είχε παραγκωνίσει | θα έχει παραγκωνίσει | να έχει παραγκωνίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραγκωνίσει | είχαμε παραγκωνίσει | θα έχουμε παραγκωνίσει | να έχουμε παραγκωνίσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραγκωνίσει | είχατε παραγκωνίσει | θα έχετε παραγκωνίσει | να έχετε παραγκωνίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραγκωνίσει | είχαν παραγκωνίσει | θα έχουν παραγκωνίσει | να έχουν παραγκωνίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραγκωνίζομαι | παραγκωνιζόμουν(α) | θα παραγκωνίζομαι | να παραγκωνίζομαι | ||
β' ενικ. | παραγκωνίζεσαι | παραγκωνιζόσουν(α) | θα παραγκωνίζεσαι | να παραγκωνίζεσαι | ||
γ' ενικ. | παραγκωνίζεται | παραγκωνιζόταν(ε) | θα παραγκωνίζεται | να παραγκωνίζεται | ||
α' πληθ. | παραγκωνιζόμαστε | παραγκωνιζόμαστε παραγκωνιζόμασταν |
θα παραγκωνιζόμαστε | να παραγκωνιζόμαστε | ||
β' πληθ. | παραγκωνίζεστε | παραγκωνιζόσαστε παραγκωνιζόσασταν |
θα παραγκωνίζεστε | να παραγκωνίζεστε | (παραγκωνίζεστε) | |
γ' πληθ. | παραγκωνίζονται | παραγκωνίζονταν παραγκωνιζόντουσαν |
θα παραγκωνίζονται | να παραγκωνίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραγκωνίστηκα | θα παραγκωνιστώ | να παραγκωνιστώ | παραγκωνιστεί | ||
β' ενικ. | παραγκωνίστηκες | θα παραγκωνιστείς | να παραγκωνιστείς | παραγκωνίσου | ||
γ' ενικ. | παραγκωνίστηκε | θα παραγκωνιστεί | να παραγκωνιστεί | |||
α' πληθ. | παραγκωνιστήκαμε | θα παραγκωνιστούμε | να παραγκωνιστούμε | |||
β' πληθ. | παραγκωνιστήκατε | θα παραγκωνιστείτε | να παραγκωνιστείτε | παραγκωνιστείτε | ||
γ' πληθ. | παραγκωνίστηκαν παραγκωνιστήκαν(ε) |
θα παραγκωνιστούν(ε) | να παραγκωνιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω παραγκωνιστεί | είχα παραγκωνιστεί | θα έχω παραγκωνιστεί | να έχω παραγκωνιστεί | παραγκωνισμένος | |
β' ενικ. | έχεις παραγκωνιστεί | είχες παραγκωνιστεί | θα έχεις παραγκωνιστεί | να έχεις παραγκωνιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει παραγκωνιστεί | είχε παραγκωνιστεί | θα έχει παραγκωνιστεί | να έχει παραγκωνιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε παραγκωνιστεί | είχαμε παραγκωνιστεί | θα έχουμε παραγκωνιστεί | να έχουμε παραγκωνιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε παραγκωνιστεί | είχατε παραγκωνιστεί | θα έχετε παραγκωνιστεί | να έχετε παραγκωνιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν παραγκωνιστεί | είχαν παραγκωνιστεί | θα έχουν παραγκωνιστεί | να έχουν παραγκωνιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραγκωνίζω < παρ- (παρα-) + ἀγκωνίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραγκωνίζω θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε και τη λέξη ἀγκών
Πηγές
επεξεργασία- παραγκωνίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραγκωνίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.