διαγκωνίζομαι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαγκωνίζομαι < δι(α) + αγκωνίζομαι < ἀγκών
- Η λέξη σώζεται αό την ελληνιστική εποχή με αρχική σημασία: στηρίζομαι στον αγκώνα μου
ΡήμαΕπεξεργασία
διαγκωνίζομαι
- προσπαθώ να ανοίξω δρόμο και να περάσω μέσα από πυκνό πλήθος ανθρώπων σπρώχνοντας με τους αγκώνες μου
- (μεταφορικά) ανταγωνίζομαι έντονα κάποιους (άλλους) προκειμένου να πετύχω κάτι για τον εαυτό μου