Ετυμολογία

επεξεργασία
διαγκωνίζομαι < ελληνιστική κοινή διαγκωνίζομαι[1] [2] < αρχαία ελληνική διά + ἀγκών (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική elbow through[2])

διαγκωνίζομαι

  1. (λόγιο, κυριολεκτικά) προσπαθώ σπρώχνοντας με τους αγκώνες να περάσω ανάμεσα από πολλούς ανθρώπους με σπρωξίματα και αγκωνιές
  2. (λόγιο, μεταφορικά) ανταγωνίζομαι και διεκδικώ

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. διαγκωνίζομαιΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. 2,0 2,1 διαγκωνίζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας