↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαγκωνισμένος η διαγκωνισμένη το διαγκωνισμένο
      γενική του διαγκωνισμένου της διαγκωνισμένης του διαγκωνισμένου
    αιτιατική τον διαγκωνισμένο τη διαγκωνισμένη το διαγκωνισμένο
     κλητική διαγκωνισμένε διαγκωνισμένη διαγκωνισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαγκωνισμένοι οι διαγκωνισμένες τα διαγκωνισμένα
      γενική των διαγκωνισμένων των διαγκωνισμένων των διαγκωνισμένων
    αιτιατική τους διαγκωνισμένους τις διαγκωνισμένες τα διαγκωνισμένα
     κλητική διαγκωνισμένοι διαγκωνισμένες διαγκωνισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαγκωνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαγκωνίζομαι

διαγκωνισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία