διαγκωνισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαδιαγκωνισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του διαγκωνισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του διαγκωνισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διαγκωνισμένος